- πανάθλιος
- -α, -οο πολύ άθλιος, ο δυστυχισμένος σε ανώτατο βαθμό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πανάθλιος — all wretched masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανάθλιος — α, ο (Α πανάθλιος, ία, ον) ολωσδιόλου άθλιος, τρισάθλιος, αθλιέστατος, δυστυχέστατος, πάρα πολύ αξιολύπητος νεοελλ. πολύ κακός, κακοηθέστατος, φαυλεπίφαυλος. επίρρ... παναθλίως (Α) με μεγάλη δυστυχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἄθλιος] … Dictionary of Greek
παναθλίων — πανάθλιος all wretched fem gen pl πανάθλιος all wretched masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παναθλίως — πανάθλιος all wretched adverbial πανάθλιος all wretched masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανάθλιον — πανάθλιος all wretched masc acc sg πανάθλιος all wretched neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παναθλίου — πανάθλιος all wretched masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παναθλίῳ — πανάθλιος all wretched masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανάθλια — πανάθλιος all wretched neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανάθλιε — πανάθλιος all wretched masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανάθλιοι — πανάθλιος all wretched masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)